- μονόβλαστος
- -η, -οαυτός που αποτελείται από μονοφυή βλαστό, χωρίς κλαδιά, ο οποίος καταλήγει σε ένα μόνο άνθος, όπως είναι λ.χ. η παπαρούνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + βλαστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.